- πεμμάτων
- πέμμαany kind of dressed foodneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιέργεια — η, Ν, περιεργία ΜΑ και περιέργεια Μ [περίεργος] άσκοπο, ανώφελο ενδιαφέρον για ξένες υποθέσεις, επέμβαση στις υποθέσεις άλλων νεοελλ. επίμονη επιθυμία κάποιου να δει ή να μάθει κάτι μσν. αρχ. 1. μάταιη, άσκοπη απασχόληση με ασήμαντα ζητήματα… … Dictionary of Greek
φαύσμα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπλάγχνα ἐκ σίτων πεποιημένα καὶ αἱ ἀπαρχαὶ τῶν πεμμάτων» … Dictionary of Greek